Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπὸ τῶν μοιρῶν

См. также в других словарях:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • μοιρογνωμόνιο — Όργανο, απλούστερο από το γωνιόμετρο, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση γωνιών όταν δεν απαιτείται μεγάλη ακρίβεια. Το μ. αποτελείται από ένα ημικύκλιο ή έναν κύκλο, από διαφανές συνήθως υλικό. Μερικά έχουν δύο λεπτούς δείκτες που… …   Dictionary of Greek

  • γωνιόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση των γωνιών. Έχουν κατασκευαστεί διάφοροι τύποι γ., ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται. Για τις γωνίες των στερεών σωμάτων χρησιμοποιούνται γ. που αποτελούνται βασικά από έναν βαθμονομημένο κύκλο (ή ημικύκλιο),… …   Dictionary of Greek

  • δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • συμπαθητικό σύστημα — (Ανατ.). Μέρος του φυτικού νευρικού συστήματος, που μαζί με το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα, ρυθμίζει τη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων και την ανταλλαγή της ύλης του οργανισμού. Οι ανατομικοί σχηματισμοί που αποτελούν το σ.σ. βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλείου, νομός — Νομός (2.641 τ. χλμ., 578.251 κάτ.) της κεντρικής ανατολικής Κρήτης, που υπάγεται στην περιφέρεια Κρήτης. Συνορεύει στα Α με τον νομό Λασιθίου και στα Δ με τον νομό Ρεθύμνης. Στα Β βρέχεται από το Κρητικό πέλαγος και στα Ν από το Λιβυκό. Η… …   Dictionary of Greek

  • καταδρομικό — Πολεμικό πλοίο με μεγάλη ταχύτητα και αυτονομία δράσης. Στους σύγχρονους τύπους, με πλήρες φορτίο, έχει εκτόπισμα από 7.000 έως περισσότερο από 22.000 τόνους (τα ρωσικά κ. της κλάσης Κίροφ, που θεωρούνται τα μεγαλύτερα, εκτοπίζουν 28.000 τόνους) …   Dictionary of Greek

  • Ανταμάν και Νικομπάρ, νησιά — (Andaman Nicobar Islands). Νησιωτικά συμπλέγματα του Ινδικού ωκεανού. Πολιτικά ανήκουν στη Δημοκρατία της Ινδίας, της οποίας αποτελούν ενιαίο διοικητικό διαμέρισμα (8.293 τ. χλμ., 363.200 κάτ. το 2001), με πρωτεύουσα το Πορτ Μπλερ (102.100 κάτ.… …   Dictionary of Greek

  • Λακαδίβες — Αρχιπέλαγος (60.595 κάτ. το 2001) της Αραβικής θάλασσας, το οποίο αποτελείται από 14 κοραλλιογενή νησιά, σε απόσταση περίπου 300 χλμ. από την ακτή Μαλαμπάρ (νοτιοδυτική Ινδία). Περιλαμβάνει δύο κύριες ομάδες: τις Αμιντίβι στα Β και τις Λ. (που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»